Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
(Είναι Άνοιξη. Διάχυτες ευωδιές & χίλια χρώματα υπάρχουν παντού. Όλοι χαίρονται αυτή την ομορφιά, εκτός από τους Δράκους της Μόλυνσης. Έχουν αλλεργία στα χρώματα. Η μαμά Μόλυνση τους έχει καλέσει σε συμβούλιο).
ΜΟΛΥΝΣΗ: Σας κάλεσα να σκεφτούμε, πώς θα παγιδεύσουμε τα χρώματα & θα καταστρέψουμε τη φύση.
ΜΟΛΥΣΜΕΝΟΣ ΑΕΡΑΣ: Έχω μια ιδέα! Θα μολύνω των ανθρώπων τον καθαρό αέρα.
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ: Εγώ έχω μια ιδέα πιο έξυπνη πολύ! Θα σκεπάσω τη γη & έτσι το κάθε χρώμα για πάντα θα χαθεί!
ΜΟΛΥΝΣΗ: Στη σπηλιά μας θα τα κλείσουμε, μακριά απ’ τους ανθρώπους για πάντα θα τα φυλακίσουμε!
Όμως τα Σύννεφα δε μας συμπαθούν. Πώς θα τα πείσεις να σε στείλουν στη γη;
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ: Θα τα ξεγελάσω, μεταμορφωμένη σε καθαρή βροχή!
(Φορά άσπρο ένδυμα & πλησιάζει τα σύννεφα).
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ: Ελάτε να παίξουμε!
(Παίζουν)
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ: Σπρώξτε με τώρα, για να δω τη γη από κοντά!
(Σκεπάζει την υδρόγειο. Οι Δράκοι σέρνουν τα χρώματα στη σπηλιά τους. Οι άνθρωποι έγιναν δυστυχισμένοι. Όμως δεν έβρισκαν χρόνο να κάνουν κάτι. Μόνο τα παιδιά τα αναζητούσαν. Ρώτησαν τους μεγάλους).
ΜΕΓΑΛΟΣ 1: Θα τα έκλεψαν οι Δράκοι της Μόλυνσης.
ΜΕΓΑΛΟΣ 2: Κι άλλοτε προσπάθησαν να μας κάνουν κακό.
ΜΕΓΑΛΟΣ 3: Τους γνωρίζει ο Ζωγράφος, που μένει στην άκρη της πόλης.
ΜΕΓΑΛΟΣ 4: Κάποτε τον φυλάκισαν στη σπηλιά τους.
ΠΑΙΔΙ: Πάμε να τον βρούμε, παιδιά!
ΜΕΓΑΛΟΣ 5: Να έρθει μαζί σας!
ΜΕΓΑΛΟΣ 6: Είναι επικίνδυνο να πάτε μόνα σας.
*(Δε δυσκολεύτηκαν να βρουν τον ζωγράφο. Ζούσε σε ένα σπίτι διακοσμημένο εξωτερικά με πολύχρωμες πινελιές. Του μίλησαν για το σκοπό της επίσκεψής τους. Τότε αυτός τους έκανε το τραπέζι με μια πεντανόστιμη πολύχρωμη σούπα).
ΠΑΙΔΙ 1: Νόστιμη η σούπα σου.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Τη μέρα που με φυλάκισαν, τους προσέφερα μια χρωμόσουπα με δηλητήριο. Λιποθύμησαν κι εγώ το έσκασα.
ΠΑΙΔΙ 2: Να τη χρησιμοποιήσουμε & τώρα.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Ίσως πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο. Τώρα μπορεί να έχουν το αντίδοτο.
ΠΑΙΔΙ 3: Έχω μια ιδέα! Μάθε μας να ζωγραφίζουμε.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Αφού όλα τα παιδιά ζωγραφίζετε τόσο όμορφα!
ΠΑΙΔΙ 4: Ίσως έτσι αγαπήσουμε περισσότερο τα χρώματα.
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Σύμφωνοι! Όμως έχω & μια καλύτερη ιδέα.
(Πλησιάζουν στη σπηλιά των Δράκων, κι αφήνουν απ’ έξω μια τσάντα).
ΜΟΛΥΝΣΗ: Μια τσάντα!
ΜΟΛΥΣΜΕΝΟΣ ΑΕΡΑΣ: Γυαλιά ηλίου!
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ: Δε θα φοβόμαστε πια να κοιτάμε κατάματα τον ήλιο!
(Το μαύρο χρώμα φυλά την είσοδο της σπηλιάς τους. Βλέπει τα παιδιά με τον ζωγράφο).
ΜΑΥΡΟ: Που νομίζετε ότι πάτε;
ΠΑΙΔΙ 1: Εσύ τι νομίζεις ότι κάνεις, σπιούνε των Δράκων!
ΠΑΙΔΙ 2: Πιάστε το, παιδιά!
(Το πιάνουν & το δένουν. Μπαίνουν, αλλά είναι σκοτεινά.)
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Χρώματα είστε εκεί;
ΧΡΩΜΑΤΑ: Εδώ! Εσείς ποιοι είστε;
(Τα βρίσκουν.)
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Ήρθαμε να σας ελευθερώσουμε.
ΠΑΙΔΙ 3: Φτιάξαμε & ζωγραφιές για εσάς!
ΧΡΩΜΑΤΑ: Σας ευχαριστούμε!
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Θα χρειαστεί να βοηθήσετε κι εσείς.
ΧΡΩΜΑΤΑ: Τι πρέπει να κάνουμε;
ΖΩΓΡΑΦΟΣ: Ενωθείτε & χορέψτε μαζί με τα παιδιά! Λύστε & το μαύρο!
(Χρώματα κι άνθρωποι ενώθηκαν σε μια πανδαισία χρωμάτων & αισθήσεων. Οι Δράκοι έβγαλαν τα γυαλιά τους να δουν τι συμβαίνει & έπεσαν μισοπεθαμένοι απ’ το έντονο φως του ήλιου. Όλα απέκτησαν ξανά την ομορφιά τους & οι άνθρωποι ξαναβρήκαν τη χαμένη χαρά τους.)
Δημοσίευση στο περιοδικό 'Φιλολογικη Πρωτοχρονιά 2021’