Σχετικά με τα έργα

Τα ζωγραφικά έργα της ιστοσελίδας είναι προς πώληση .

Στην περίπτωση που σας ενδιαφέρει ένα έργο μπορείτε να στείλετε email ζητώντας περαιτέρω πληροφορίες.

Email

info@pouliasikaterina.gr

Λόγος - Εικόνα

“ Η ιδέα για τη σύνδεση εικόνας & λόγου - κυρίως της ποίησης - γεννήθηκε, όταν αντιλήφθηκα πόσο μεγάλη είναι η αισθητική δύναμη που προκύπτει από το 'πάντρεμα' αυτών των δύο στοιχείων δημιουργίας ”

Ανέλιξη

Στάλα τη στάλα
ο χρόνος ποτίζει την ψυχή
με όνειρα και προσδοκίες,
επιτυχίες ή αποτυχίες,
πόνους και θεραπείες.
Bήμα, βήμα
το μονοπάτι ο άνθρωπος διαβαίνει
μέσ’ απ’ την ανέλιξη
της σκέψης, της αντίληψης,
της φαντασίας, της νόησης.
Μία, μία
εμπειρίες προσθέτει η γνώση,
τροφοδότης για το καλύτερο,
ανατροπέας για το αυθόρμητο,
και την έμπνευση,
για την φαντασία,
και την δημιουργικότητα.
Σιγά, σιγά
αλλάζουν οι επιθυμίες
κι οι πόθοι
σβήνουν ή αναζωπυρώνονται.
Θαύματα πλάθονται
της φύσης,
κι αφήνουν άφωνο, εκστατικό
κάθε θνητό.
Λίγο, λίγο
ο θάνατος τη ζωή προσεγγίζει,
όταν τελειώνει ένας κύκλος
ή και παράκαιρα,
όταν ξεκινά ένας νέος,
επισφραγίζοντας
μια αέναη αναγέννηση.

Πόθος

Απόψε σ’ ονειρεύτηκα σ’ ένα ταξίδι,
κι ήταν ο πόθος περίσσιος.
Ματόφυλλα της ψυχής σκίρτησαν.
Χείλη ενώθηκαν.
Αντιστάσεις κατρακύλησαν,
σέρνοντας στο διάβα τους
κάθε οικείο στεναγμό.
Απ’ τ’ άρωμα στα μαλλιά, απ’ την αύρα στο σώμα
ξεχύθηκε
μια γλυκιά νοσταλγία.
Αφτιασίδωτες,
αλάβωτες στιγμές,
κι ένα τέλειο
που καθιστούν λειψό.
Κρυφές χαρές,
μύριες ελπίδες,
κάθε που νέο ξεκινά.

Ξεχωριστό ηλιοβασίλεμα

Φλογοβόλα σύννεφα
ξεπηδούν εμπρός μου
σ’ ένα μπαλκόνι
άπειρης ομορφιάς,
σ’ έναν πίνακα
δοσμένο με το χέρι
άπειρου κάλους.

Αναρωτιέμαι τότε
τις περιστάσεις ή
ίσως και τα κίνητρα
μιας τόσο άφθαστης δημιουργίας.

Μα ο νους σταματά ως εκεί,
γιατί θαμπώνομαι
στη θέα του φωτός
που ξεπηδά διάχυτο
μέσα απ’ το μαρμαρωμένο χέρι
μιας εκστατικής σιωπής.

Κι έτσι πάλι
μπορώ να υμνώ τον δημιουργό
κι έτσι ακόμα
αναζητώ κι επιτυγχάνω
την δημιουργία.

Μοίρας υπόμνημα

Δεν αντιστέκεται το κύμα
να σκάει στον γιαλό.

Δημιούργημα της θάλασσας,
απ’ την αλμύρα αναδύεται.

Θύμα της στεριάς,
πάνω στην άμμο αργοπεθαίνει.

Αναγεννώντας την φάρα του,
έτσι αφανίζεται αργά.

Παρόμοιο πλάσμα απατηλό,
που τυραννάει αγέρας.

Τυφλό σκαρί στην πλώρη του,
για τον χαμό πορεύει.

Με ξεμυαλίστρες Σειρήνες,
άφοβα, παντού να φτερουγίζουν.

Με τον τρελό βοριά στην πρύμνη του,
το πλοίο να τσακίζει.

Γεννήθηκες,
κι είναι ορισμός
παντού να βολοδέρνεις,
να σπας κατάρτια και κουπιά,
και τα πανιά να σχίζεις.

Σκιές

Υπάρξεις απ’ το παρελθόν
συχνά ξυπνούν στη μνήμη,
μα από καιρό είναι νεκρές.

Άλλες πάλι
συναντούν στιγμές απ’ το παρόν,
και φαντάζουν
πιότερο ζωντανές.

Έρχονται να σου πούνε
πως τ’ όνειρο ίσως να ζει,
ή να επικυρώσουν
ότι δεν είσαι μοναχή.

Κι άλλοτε
απλά να κλείσουν
τον κύκλο της ντροπής,
ή και για να σημάνουν
τους χτύπους της σιωπής.

Ελλάδα

Λουσμένη από φως,
ταξιδεύει στους αιώνες,
τόσο μικρή
κι απέραντη συνάμα.

Μεγαλοσύνη επαρκής,
για να χωρέσει
το συμπαντικό,
το πανανθρώπινο,
το ανεξίτηλο.

Επιβεβαίωση τρανή
απέναντι
στο ποταπό,
το ατομικιστικό,
το μηδενιστικό.

Απερίγραπτη ομορφιά.

Ατέρμονη νιότη.

Όσο κι αν στο πετσί της
τρύπωσαν ζιζάνια συμφοράς,
διόλου δεν ρίζωσαν μέσα της.

Σε κάθε νέο κέντρισμα
τη νάρκωση τινάζει,
ντύνεται τον λευκό μανδύα της.

Τις αιώνιες αρχές της γης,
που της φόρεσαν
τρύπιο χιτώνα και
σκουριασμένη πανοπλία,
συθέμελα αναταράζει.

Νυχτερινός μονόλογος

Βραδιά
γεμάτη από
μετάξια και σιντέφια,
υποσχέσεις και θεσπέσιες μουσικές.

Κι εσύ μόνος
να χτίζεις παλάτια
στης μοναξιάς σου τις παρυφές.

Να μην αντέχεις
δυο μάτια,
σε σπηλιές κρυμμένα
δικές σου, μυστικές.

Τ’ αστέρια κοιτάζεις,
βυθίζεσαι μες στο
σκοτεινό πέπλο τ’ ουρανού.

Θυμάσαι,
δακρύζεις,
νοσταλγίες θερίζεις,
απ’ τ’ ατέρμονο
περβόλι του μυαλού.

Η μοναξιά,
νύχτα αβάσταχτη είναι
με αγρύπνια
ακόμα πιο βαριά.

Σκιές θεριά,
σκέψεις μαχαίρια
σε μια κοινωνία
που βαδίζει τυφλά.

Ζωή και θάνατος

Ατενίζοντας
την περίτρανη σκιά του θανάτου
εμπρός στην σεβάσμια,
λεπτοκαμωμένη
φιγούρα της ζωής
ο τρόμος της απώλειας με κατέκλυσε.

Ενός είδους
που δεν κοστίζει απλά,
αλλά επισφραγίζει
την ύστατη ευκαιρία βιώματος,
για όσα αξίζουν επανόρθωσης,
για εκείνα που μάταια ή λανθασμένα,
εσκεμμένα ή σαν δωρεά
αφελώς διαπράχθηκαν,
γι’ αυτά που άξιζε ν’ αναστήσουν
ένα κομμάτι υστεροφημίας
σε ανδριάντα.

Μια θεώρηση μονόπλευρη
πάντα φαντάζει φοβερή.

Άραγε
δε θα σκιαζότανε κανείς
αν λογιζόταν μόνο
όλο τον φόρτο του τιμήματος
μιας ζήσης ατέρμονης;

Πόσο θα βάσταγε η ψυχή
να κουβαλά το φορτίο
μιας βαριάς απάτης;

Πώς θα γινόταν η ζωή,
δίχως καινούργιο αίμα
να μη λιμνάζει;

Μέριμνα
για την εξέλιξη,
την επιλογή,
την σωτηρία,
η έγνοια του θανάτου.

Οι άλλοι

Μελαγχολία ατέρμονη,
κάπου στο χάσμα
μεταξύ γης κι ουρανού,
παρωδία αδιάκοπη,
σαν φάσμα
στο βλέμμα γκρίζου κενού.

Φωτεινές Συμπληγάδες
στου μυαλού τον ειρμό,
και σαν τις Μαινάδες,
που συντροφεύουν
τον Πάνα θεό.

Καμωμένη φύση
από ψήγματα θεϊκά,
σαν φερμένη μοιάζει λύση,
μέσα απ’ ατσάλι
κι από φωτιά.

Κάθε βουνό καταδιώκει
κι απ’ την ηχώ τους τη ροή,
κάθε σημάδι της ύπαρξής τους,
στοχεύοντας ν’ αφανίσει
επάνω απ’ τη γη.

Μα και στον κόσμο μέσα
διαβαίνουν διωγμένοι,
κι ένα απάγκιο πουθενά,
στα λυκόσκυλα ριγμένοι,
για να τους τρών τα σωθικά.

Ευωδιά από Ελλάδα

Σ’ αυτή τη γη,
τη ποτισμένη
μ’ αίμα αθώων ηρώων,
εκεί όπου κάποτε
μπορούσες ν’ ακούς ξέγνοιαστα
το κελάρυσμα στο ρυάκι,
το κελάηδημα ενός πουλιού,
ενώ τώρα πια
διαβαίνουν
θλιβερές και
θλιμμένες υπάρξεις,
ακόμα πάλλεται
η σπίθα της πίστης,
πασχίζει
η φωνή της αλήθειας,
επιβιώνει
η αγιοσύνη του πνεύματος,
αναρριχάται,
απ’ τη σκιά,
η πνοή της ευσέβειας.

Αγιασμένα χώματα!

Πάντα
υποβόσκει
η ελπίδα,
λουλουδιάζει
ο παγωμένος χειμώνας,
άνοιξη ευωδιάζει
τα πονεμένα πνεύματα
των χαμένων,
των θυσιασμένων.

Ωρίμανση

Βαθιά ανάγκη
την ύπαρξη κατακλύζει
ν’ αντέξει την αντάμωση
με την ουδό του αποχωρισμού.

Η ψυχή πονεμένη
περιπλανιέται
στης πλανεύτρας ζωής
τα κλεμμένα μισά.

Ο γαλήνιος παράδεισος
οικτρά τυραννιέται
στου τιμημένου Γολγοθά
την φτιασιδωμένη αποκοτιά.

Απ’ τον ομφάλιο λώρο
κόβεται η ύπαρξη
να ορθοποδήσει
επάνω στη γη.

Αποχωρίζεται από τη μήτρα
και βηματίζει σε δρόμο άγνωστο,
με προικοδότηση
την αναπόφευκτη του χρόνου πείρα.

Αναχωρεί απ’ την δοτή ταυτότητα
να φθάσει κάποτε
σε κύκλου μοιραίου
την επιλεγμένη ωριμότητα.

Με τα χέρια ψηλά

Με τα χέρια κατεβασμένα
στη γη γονατίζεις.

Μένοντας έτσι,
βαθιά πληγωμένος
πάντα θα είσαι,
γι’ αυτό τόλμησε,
ζήσε.

Αν τ’ ανυψώσεις
προς τον ουρανό
θα βρεις την ελπίδα,
θα νιώσεις τ’ όνειρο,
θ’ ανακαλύψεις τον παλμό.

Μαζί με τα χέρια
την ψυχή σου ύψωσε.

Να ζητάς τα υψηλά,
και από εκεί
τους άλλους να θωρείς
και να συντρέχεις.

Έτσι στ’ ωραίο παραδομένος,
αξίες να αγγίζεις.

Να μη φοβάσαι τίποτα.

Δημιουργία

Για εκείνη
την παλίρροια των αισθήσεων,
που ξεσηκώνει κάθε θυσία
στο βωμό του έρωτα,
με φιλία και χάδια.

Για εκείνη
την προστασία των όντων,
που επέρχεται στην παρουσία
αφάνταστων κινδύνων,
με φυγή ή
με ισχυρή άμυνα.

Για εκείνη
την αμέτρητη ομορφιά
του προαιώνιου κόσμου,
που ομολογεί κάθε ύπαρξη
στη σύνθεσή της,
με πολυπλοκότητα
κι ενδελέχεια.

Για όλα αυτά,
ποιος δημιουργός
και καθοδηγητής;

Για όλα τα υπέροχα,
αγγίζω το υποπόδιο των ποδών σου

Θεέ μου!

Χορός

Χέρια μαγεμένα,
χέρια υψωμένα ως την καρδιά,
τη ζήση να υμνήσουν πασχίζουν!

Μιλούν για πάθη
και μίση ανθρώπων
μ’ αίμα γραμμένα.

Δυνάμεις ατελείωτες
θυσία στου πνεύματος
τελούν τον βωμό.

Πέλματα σκαμμένα
πόδια συσπασμένα
τη γη κραδαίνουν,
στο ρυθμό σείονται
αρχαίας πνοής.

Μιλούν στο χάος,
γελούν του χάρου
και με χορό υμνούν τον κύκλο
που ασταμάτητα σέρνει η ζωή!

Δόξα ανεξίτηλη

Στα στήθη μου μέσα
βαριά πώς απλώνει
του χρόνου η βουή
παντού που ριζώνει.

Σε σπίτια μεγάλα
μικρές οι καρδιές
και τόσο μεγάλες
σε αυλές φτωχικές.

Ενέργεια διάχυτη
σε ηρώων μορφές
που τρανώθηκαν
μεσ’ σε μικρούλες αυλές.

Ο κόσμος πώς οδύρεται
για το σκαιό του παρόν
και κλαίει σαν θυμάται
το τρανό παρελθόν.

Εκείνο που την μνήμη
αθάνατη κρατεί,
κι όχι αυτό συθέμελα
που την ποδοπατεί.

Καθένας που ακούει
και καθαρά βλέπει,
τέτοια συμφορά
ποτέ δεν παραβλέπει.

Οι βουές ακόμα
των παιδιών στα στενά
ακούγονται ανάμεσα
από τέτοια γκρεμνά.

Το παλιό με το νέο
παντοτινά πώς δένει,
τραγική ειρωνεία
που στον νου μου υφαίνει.

Λογισμούς αμφιβόλους
για το νέο που έρχεται
και άλλους πολλούς ακόμα
για το παλιό που παρέρχεται.

Ο, τι κι και αν χάνεται
η θύμηση ριγά,
όταν τη δόξα βρίσκει
στα λίγα, στα λιτά.

Ερωτικό

Την ίδια στιγμή
που στον ορίζοντα τρεμόπαιζε
η ύστατη αχτίδα του ήλιου,
στο κορμί σου ανέτελλε
η πιο μεγάλη ηδονή.

Πάλλονταν τα φυλλοκάρδια σου
στην αύρα της ανάσας μου.

Έτρεμες σύγκορμος
στην έκρηξη του πόθου μου,
καθώς σταλαγματιές ιδρώτα
κύκλωναν
τα απόκρυφα μου μέρη.

Σε πόθησα φλογερά,
γι’ αυτό και
λίγο πιο πέρα στάθηκα
απ’ του γνωστού συμβιβασμού,
και της πλανερής αφοσίωσης
τα όρια
- στο ύψωμα του άδυτου ουρανού -
βαστώντας τα ινία
του πιο ένδοξου αγώνα,
ρεμβάζοντας εκστατικά,
τον τέλειο
της ματιάς σου θόλο.

Τύφλωση

Πάψανε οι άνθρωποι
να βλέπουν τ’ αστέρια.

Άδεια απ’ αγάπη
τα δυο τους χέρια.

Θωρούν το κενό
και δε μιλάνε.

Κοιτούν χαμηλά,
τον άλλο ξεχνάνε.

Ξεχάσαν ν’ αγγίζουν,
τη γη ν’ ατενίζουν.

Γλυκά ν’ αγκαλιάζουν.

Με τέρατα μοιάζουν.

Η ψυχή του Πόντου

Του Πόντου η ψυχή
ψηλά πετά,
σαν αϊτός με επιβλητικά φτερά,
ακόμη κι αν μεσ’ την καρδιά
δέχτηκε της πατρίδας πικρή μαχαιριά.

Τον πόνο αψηφά
και μεσ’ τη χαρά
το μεράκι του σπέρνει,
ευτυχία σκορπά.

Εργάτης δεινός,
ψυχή όλο φώς
σε αιώνιες αξίες
πολεμιστής τρανός, ειρηνικός.

Ερήμωση

Έρημος τόπος,
έρημος δρόμος
απέμεινε η ελπίδα
για όσα όνειρα
δεν πραγματώθηκαν,
ή εκείνα
που δεν υπήρξανε ακόμη.

Στεγνή επικοινωνία,
ελπίδα στερνή
το ‘σώσων σεαυτόν’.

Για ό,τι δεν μπορείς να αλλάξεις,
για όσα ακόμα την ψυχή σου ποδοπατούν,
να μην δεχθείς
ολοκαύτωμα να γίνεις.

Ενός λεπτού σιγή

Για μια στιγμή το βλέμμα στάθηκε στο κενό.

Για μια στιγμή στοχάστηκε
κάποιον που αναζητούσε
μα δεν έβρισκε
γαλάζιο ουρανό.

Για μια στιγμή χάρηκε την άστατη ζωή.

Για μια στιγμή βυθίστηκε
στου Χάρου την πνοή.

Για μια στιγμή ενόμιζε
κοντά του θα ξεφύγει
του κόσμου τα ανάποδα
έτσι να αποφύγει.

Μια στιγμή χρειάστηκε
τη σκέψη να κάνει πράξη,
γρήγορα εμπιστεύτηκε
τα ο Χάρος του ‘χε τάξει.

Ούτε στιγμή δε νοιάστηκε
για αυτά που πίσω αφήνει,
για όσα εγκατέλειψε,
και την ψυχή του δίνει.

Σφαλεί τα μάτια και τον νου,
σφαλεί και την ψυχή του,
θυμάται σε όσα έσφαλε
στην άχαρη ζωή του.

Μια στιγμή χρειάστηκε να αγγίξει το κενό,
μια θέση γιατί ονειρεύτηκε
σε καθαρό ουρανό.

Μια στιγμή εγώ κι εσύ,
ας σιγήσουμε μαζί.

Ας σταθούμε κι ας σκεφτούμε,
κι ας πενθούμε
για όσα στη γη δε ψάξαμε,
μα ούτε και θα βρούμε.

Μια στιγμής μόνο σιγή
όχι για όσους θυσίασαν
και νοιάστηκαν,
μα για όσους απερίσκεπτα
στη ζωή τους λιποψύχησαν,
γιατί πολύ τη σκιάχτηκαν.

Επιστροφή

Επέστρεψες.

Τα παράθυρα ορθάνοιχτα
για να σε υποδεχτούν.

Τριγύριζες στην αρχή,
γύρω απ’ τα κλειδαμπαρωμένα
ματόφυλλα της καρδιάς μου.

Ματωμένη ψυχή!

Επέμενες,
πάσχιζες,
ξέσκιζες τα τρυφερά
βελούδινα φτερά,
πάνω στους ατσαλένιους τοίχους
της λογικής παράλογής μου.

Παράκουγα,
παραμιλούσα,
παράβλεπα.

Ο τόπος έξω άνθιζε,
και μέσα εγώ
είχα δηλώσει υποταγή.

Από τις χαραμάδες
δεν περνά
κανένα άκουσμα,
μήτε αρκετή οσμή,
ή όψη μιας αλήθειας.

Μόνο από ραγίσματα
πνοή αγέρα μπαίνει.

Κι έτσι,
υπόγεια βουή
το ορθό τετράγωνο
έσπασε της δομής μου,
κι έφθασε ως το τύμπανο
της πιο βαθιάς μου ύπαρξης.

Εκεί επέστρεψα
στο χάος
της συνείδησης,
της μεταλλαγής.

Γυναίκες της στιγμής

Στους λασπωμένους δρόμους
που τριγυρνάς,
πολύτιμα κομμάτια
απ’ τη ψυχή σου αφήνεις.

Στιγμές μοναδικές
ποδοπατάς,
την πόρτα της ζωής
πίσω σου κλείνεις
και προσπερνάς.

Ελευθερία

Η ελευθερία βαστά ψηλά
το λάβαρο της νίκης,
κι, όσο κι αν η ψυχή πισωπατά,
η νίκη, πάντα, είναι δική της.

Τα βέλη δε τη σκιάζουνε,
μήτε κι οι καταιγίδες,
τ’ ανάστημα κρατάει ψηλά,
για όλες τις πατρίδες.

Πατρίδες που χαθήκανε,
νησιά, χώματα άγια,
σαν πολεμά, όλο αψηφά,
δάφνες κι ωραία βάγια.

Ηρώων, μεγάλων μαχητών
τη φλόγα, πιότερο, ανάβει,
άσβηστη και την κρατά,
θυσία η ψυχή στον Άδη.

Μα, με τον πόθο της μαζί
συνέχεια ελπίδα σπέρνει,
κι υπερηφάνεια εθνική,
τον νου τ’ ανθρώπου παίρνει.

Μονάχα κατάστηθα χτυπά,
και την καρδιά πυρώνει,
κι όσα ο νους τα αψηφά,
για την ψυχή ξαμώνει.

Κι όμως, και αν ματώνεται,
και χάνει το κουράγιο,
από τις στάχτες, ξανά, αναπηδά,
γιατί έχει πίστη κι άγιο.

Απολωλός φόβος

Όσο η ευσέβεια τυλίγεται,
καθώς ο κισσός
γύρω απ’ τις βασανισμένες ψυχές,
όσο το σύμβολο
ή η επιγραφή του σταυρού
γίνεται πανοπλία του αποκαμωμένου,
όσο οι καμπάνες αναγγέλλουν
το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης,
όσο κάθε άγια ή θεϊκή μορφή
υποδηλώνει την παρουσία,
την ευεργεσία της
στα ανομήματα
και τις ασθένειες των κατακειμένων,
φόβος δεν υφίσταται.

Επειδή αυτός γεννιέται
όπου η ελπίδα κι η χαρά
δεν κατέχουν θέσεις αξιοσύνης,
όπου η ευσέβεια κι η πίστη
χωλαίνουν,
όπου κάθε σύμβολο ή συμβολισμός
καθίστανται στοιχεία ρήματος κενά,
όπου άγγελμα μόνο θανάτου
επικρέμεται,
όπου οι ψυχές τις ευεργεσίες της θείας Χάρης λησμονούν.

Φλόγα πνευματική

Μικρή σπίθα
τα μεγάλα πνεύματα
στο καντήλι της αλήθειας.

Καταπονούν
το τρυφερό τους σώμα
στο σκάψιμο
της απέραντης αναζήτησης.

Καταθέτουν
το έπακρο του ψεύδους
μαύρη βούλα
στο παρθενικό δέρμα της αλήθειας.

Κατανοούν
τα κρυμμένα μυστικά
της ανελέητης καθημερινότητας,
καταδικάζοντας
κάθε ποταπό συμβιβασμό.

Καταφέρνουν
αλώβητοι να μείνουν,
περιφρονώντας
τις μάταιες αναζητήσεις.

Φέγγουν
μ’ ένα κερί
το δωμάτιο του κόσμου
και κάποιος φωτίζεται,
μόνο σαν ρίχνει το βλέμμα τριγύρω
κι όχι πάνω σ’ αυτό.

Αλλιώς
το φέγγος θαμπώνει,
παγώνει η ματιά του,
και δεν μπορεί τα μυστήρια ν’ αντιληφθεί.

Από μικρή απόσταση
νιώθει την θαλπωρή.

Αν πλησιάσει πολύ,
κινδυνεύει να καεί.

Ούριος άνεμος
πρέπει να φυσά,
ώστε να την φυλάει άσβηστη-
αν κάποιος της ρίξει νερό,
κινδυνεύει να χαθεί.

Τα μάτια και τ’ αυτιά τότε
θα πρέπει να κρατηθούν ανέπαφα
απ’ τον καπνό,
απ’ τον επιθανάτιο ρόγχο.

Ντροπή και κόλαση
το επισφράγισμα
τέτοιας μνήμης.