Κάθισα
και σ’ άκουσα
σκυφτέ διαβάτη.
Εσένα, που πάνω στις μνήμες
τυφλωμένος σκοντάφτεις,
σπρώχνεις τον διπλανό
δίχως το βλέμμα,
έστω για λίγο,
σ’ εκείνον να βυθίσεις.
Κι εμπιστεύτηκα
αυτό
που πίστεψες παρόν,
μέσ’ απ’ όσα καλοστολισμένα
δελεαστικά σου παρουσίαζαν
κι άδραξες
απ’ των προσφορών τους το σακούλι.
Γελάστηκα,
μα όχι από καμιά απάτη,
περίτεχνα που μου έπλεξες,
ούτ’ επειδή μια πραγματικότητα
που ήταν οφθαλμαπάτη
κυνηγούσα.
Την έχασα,
εκείνη τη γλυκιά φωνή
που συνεσταλμένα,
συνετά,
μα δυνατά,
την πλήρη αλήθεια
κραύγαζε εντός μου.
Εκείνη
που συνεπαρμένη
με τα μύρια μυστικά
και την τόση μαγεία
σπεύδει να τη μοιραστεί
μ’ ό, τι πολυτιμότερο έχει.
.
Ό, τι της γύρισε την πλάτη,
κι απέμεινε
να ψιθυρίζει,
και ν’ αναζητά
όχι τόσο
μια συμφερτή αναγνώριση,
όσο μια ωφέλιμη αναστολή
,
ή μια κατά περίπτωση αποδοχή.
Κι έμεινε τέλος
με λιποψυχιά
αποκαμωμένη,
σε μια υγρή βεράντα,
σ’ ένα παραμιλητό
όπου ήταν ο πόνος πυρετός,
σκιά η θλίψη,
επιβεβαίωση η σιωπή.
Μα τα χειρότερα,
δε χτύπησαν σιμά την πόρτα.
Ένας πεζός που θα διαβεί,
ένας τυφλός
που θα σκοντάψει,
εσένα θα προσέξει,
ή μήπως τον καημό σου;
Τότε
στα σκούρα
σφαλιστά πορτοπαράθυρα
θ’ αποζητάς
μια χαραμάδα φως
ελπίδα να σου δώσει,
μα θα ’ναι
όλος ο κόσμος γύρω
σκοτεινός,
και αποπνικτική εντός η ατμόσφαιρα.
Μόνο
όσο ακόμα είναι νωρίς,
διαθέτεις δύναμη
για να φροντίζεις
στο κλειστό δωμάτιο
την υγρασία,
τις σκιές,
και τα φαντάσματα.
Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (31ος τόμος, Εκδόσεις Χ.Πάτση)